Αναζήτησες τη λέξη "κουτάλι" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
κουτάλι κουτάλι (το) (Ουσιαστικό) (κου-τά-λι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 594.mp3 lugë (Emër) (lu-gë, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 594.mp3 ложка (Существительное) (лож-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |