Αναζήτησες τη λέξη "κουτάβι" στα Ελληνικά
κουτάβι κουτάβι (το) (Ουσιαστικό) (κου-τά-βι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 593.mp3 këlysh (Emër) (kë-lysh, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 593.mp3 щенок (Существительное) (ще-нок, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |