Αναζήτησες τη λέξη "κουρτίνα" στα Ελληνικά κουρτίνα κουρτίνα (η) (Ουσιαστικό)(κουρ-τί-να, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΣτα παράθυρα βάλαμε καινούργιες κουρτίνες. Άνοιξα τις κουρτίνες, για να μπει ο ήλιος στο σπίτι. 592.mp3 perde(Emër)(pe-rde, gj. -es,sh. -et, gj. -eve)ShembujNë dritare vumë perde të reja. Hapa perdet për të hyrë dielli në shtëpi. 592.mp3 занавеска(Существительное)(за-на-вес-ка, γεν. -и,πληθ. -и)ПримерыНа окна мы повесили новые занавески. Я открыл занавески, чтобы в дом зашло солнце. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я