Αναζήτησες τη λέξη "κουρεύομαι" στα Ελληνικά

κουρεύομαι κουρεύομαι

(Ρήμα)

(ενεστ. κου-ρεύ-ο-μαι
παθ. αόρ. κουρεύτηκα, παθ. μτχ. κουρεμένος)

591.mp3 qethem

(Folje)

(e tashme qe-them, e kr. thj v. qetha,
e kr. thj. jov. u qetha, pjesore qethur)

591.mp3 стричься

(Глагол)

(ενεστ. стричь-ся, αόρ. постриг (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.),
παθ. αόρ. постригся (муж.), -лась (жен.), -лось (ср.), παθ. μτχ. постриженный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я