Αναζήτησες τη λέξη "κουνώ" στα Ελληνικά
κουνώ κουνώ (Ρήμα) (ενεστ. κου-νώ, αόρ. κούνησα, | 589.mp3 lëviz (Folje) (e tashme lë-viz/lë-kund, e kr. thj v. lëviza, | 589.mp3 вилять (Глагол) (ενεστ. ка-чать, αόρ. качнул (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |