Αναζήτησες τη λέξη "κουνούπι" στα Ελληνικά
κουνούπι κουνούπι (το) (Ουσιαστικό) (κου-νού-πι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 588.mp3 mushkonjë (Emër) (mu-shko-një, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 588.mp3 комар (Существительное) (ко-мар, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |