Αναζήτησες τη λέξη "κουμπί" στα Ελληνικά
κουμπί κουμπί (το) (Ουσιαστικό) (κου-μπί, γεν. -ιού, πληθ. -ιά, γεν. -ιών) | 586.mp3 buton (Emër) (bu-ton/ko-psë, gj. -it/ës, sh. -at/at, gj. -ave/ave) | 586.mp3 кнопка (Существительное) (кноп-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |