Αναζήτησες τη λέξη "κουλούρι" στα Ελληνικά
κουλούρι κουλούρι (το) (Ουσιαστικό) (κου-λού-ρι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 585.mp3 kulaç (Emër) (ku-laç, gj. -it, sh. -të, gj. -çve) | 585.mp3 бублик (Существительное) (буб-лик, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |