Αναζήτησες τη λέξη "κουδούνι" στα Ελληνικά
κουδούνι κουδούνι (το) (Ουσιαστικό) (κου-δού-νι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 582.mp3 zile (Emër) (zi-le, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 582.mp3 звонок (Существительное) (зво-нок, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |