Αναζήτησες τη λέξη "κουβεντιάζω" στα Ελληνικά
κουβεντιάζω κουβεντιάζω (Ρήμα) (ενεστ. κου-βε-ντιά-ζω, αόρ. κουβέντιασα, | 581.mp3 bisedoj (Folje) (e tashme bi-se-doj, e kr. thj v. bisedova, | 581.mp3 беседовать (Глагол) (ενεστ. бе-се-до-вать, αόρ. побеседовал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |