Αναζήτησες τη λέξη "κουβαλώ" στα Ελληνικά
κουβαλώ κουβαλώ (Ρήμα) (ενεστ. κου-βα-λώ, αόρ. κουβάλησα, | 580.mp3 transportoj (Folje) (e tashme tran-spor-toj, e kr. thj v. transportova, | 580.mp3 таскать (Глагол) (ενεστ. тас-кать, αόρ. таскал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |