Αναζήτησες τη λέξη "κοσκινίζω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| κοσκινίζω κοσκινίζω (Ρήμα) (ενεστ. κο-σκι-νί-ζω, αόρ. κοσκίνισα,  | 577.mp3 shoshit (Folje) (e tashme sho-shit, e kr. thj v. shoshita,  | 577.mp3 просеивать (Глагол) (ενεστ. про-се-и-вать, αόρ. просеял (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!