Αναζήτησες τη λέξη "κορδέλα" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
κορδέλα κορδέλα (η) (Ουσιαστικό) (κορ-δέ-λα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 573.mp3 fjongo (Emër) (fjo-ngo, gj. -os, sh. -ot, gj. -ove) | 573.mp3 лента (Существительное) (лен-та, γεν. -ы, πληθ. -ы) |