Αναζήτησες τη λέξη "κορδέλα" στα Ελληνικά κορδέλα κορδέλα (η) (Ουσιαστικό)(κορ-δέ-λα, γεν. -ας,πληθ. -ες, γεν. -ών)ΠαραδείγματαΈπιασε τα μαλλιά της με κόκκινη κορδέλα. Το δώρο του ήταν τυλιγμένο με μια αστραφτερή μπλε κορδέλα. Στόλισα το δώρο με μία κορδέλα. 573.mp3 fjongo(Emër)(fjo-ngo, gj. -os,sh. -ot, gj. -ove)ShembujKapi flokët e saj me fjongo të kuqe. Dhurata ishte e mbështjellë me një fjongo blu me shkëlqim. Zbukurova dhuratën me një fjongo. 573.mp3 лента(Существительное)(лен-та, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыОна завязала волосы красной ленточкой. Его подарок был обвязан блестящей синей лентой. Я украсила подарок лентой. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я