Αναζήτησες τη λέξη "κοντός" στα Ελληνικά
κοντός κοντός, -ή, -ό (Επίθετο) (κο-ντός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 571.mp3 (i,e) shkurtër (Mbiemër) ((i,e) shkur-tër, (e,të) -r, -a) | 571.mp3 короткий, -ая, -ое (Прилагательное) (низ-кий, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ие, -ие, -ие) |