Αναζήτησες τη λέξη "κονσέρβα" στα Ελληνικά
κονσέρβα κονσέρβα (η) (Ουσιαστικό) (κον-σέρ-βα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 570.mp3 konservë (Emër) (kon-ser-vë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 570.mp3 консервы (Существительное) (кон-сер-вы, γεν. -ов) |