Αναζήτησες τη λέξη "κομμάτι" στα Ελληνικά κομμάτι κομμάτι (το) (Ουσιαστικό)(κομ-μά-τι, γεν. -ιού,πληθ. -ια)ΠαραδείγματαΈφαγε τρία κομμάτια πίτα. Το βάζο έπεσε και έγινε κομμάτια. Κόψε μου ένα κομμάτι πίτσα. 567.mp3 copë(Emër)(co-pë, gj. -së,sh. -të, gj. -ive)ShembujHëngri tri copa byreku. Vazoja ra dhe u bë copa. Premë një copë picë. 567.mp3 кусок(Существительное)(ку-сок, γεν. -а,πληθ. -и, γεν. -ов)ПримерыОн съел три куска пирога. Ваза упала и разбилась вдребезги. Отрежь мне кусок пиццы. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я