Αναζήτησες τη λέξη "κομμάτι" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
κομμάτι κομμάτι (το) (Ουσιαστικό) (κομ-μά-τι, γεν. -ιού, πληθ. -ια) | 567.mp3 copë (Emër) (co-pë, gj. -së, sh. -të, gj. -ive) | 567.mp3 кусок (Существительное) (ку-сок, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |