Αναζήτησες τη λέξη "κολυμπώ" στα Ελληνικά
κολυμπώ κολυμπώ (Ρήμα) (ενεστ. κο-λυ-μπώ, αόρ. κολύμπησα) | 565.mp3 notoj (Folje) (e tashme no-toj, e kr. thj v. notova, | 565.mp3 плавать (Глагол) (ενεστ. пла-вать, αόρ. плавал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |