Αναζήτησες τη λέξη "κοιμίζω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| κοιμίζω κοιμίζω (Ρήμα) (ενεστ. κοι-μί-ζω, αόρ. κοίμισα,  | 558.mp3 vë në gjumë (Folje/Parafjale) (vë në gju-më) | 558.mp3 усыплять (Глагол) (ενεστ. у-сып-лять, αόρ. усыпил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!