Αναζήτησες τη λέξη "κλοτσώ" στα Ελληνικά
κλοτσώ κλοτσώ (Ρήμα) (ενεστ. κλο-τσώ, αόρ. κλότσησα, | 554.mp3 shkelmoj (Folje) (e tashme shkel-moj/gju-aj, e kr. thj v. shkelmova, | 554.mp3 пинать (Глагол) (ενεστ. пи-нать, αόρ. пнул (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |