Αναζήτησες τη λέξη "κλειδώνω" στα Ελληνικά
κλειδώνω κλειδώνω (Ρήμα) (ενεστ. κλει-δώ-νω, αόρ. κλείδωσα, | 546.mp3 kyç (Folje) (e tashme kyç, e kr. thj v. kyça, | 546.mp3 запирать (Глагол) (ενεστ. за-пи-рать, αόρ. запер (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.), |