Αναζήτησες τη λέξη "κλειδαριά" στα Ελληνικά
κλειδαριά κλειδαριά (η) (Ουσιαστικό) (κλει-δα-ριά, γεν. -άς, πληθ. -ές, γεν. -ών) | 544.mp3 bravë (Emër) (bra-vë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 544.mp3 замок (Существительное) (за-мок, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |