Αναζήτησες τη λέξη "κλαρίνο" στα Ελληνικά
κλαρίνο κλαρίνο (το) (Ουσιαστικό) (κλα-ρί-νο, γεν. -ου, πληθ. -α) | 541.mp3 klarinetë (Emër) (kla-ri-ne-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 541.mp3 кларнет (Существительное) (клар-нет, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |