Αναζήτησες τη λέξη "κλίνω" στα Ελληνικά
κλίνω κλίνω (Ρήμα) (ενεστ. κλί-νω, αόρ. έκλινα, | 553.mp3 zgjedhoj (Folje/Folje) (zgje-dhoj/la-koj/a-noj) | 553.mp3 наклонять (Глагол) (ενεστ. на-кло-нять, αόρ. наклонил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "κλίνω" στα Ελληνικά
κλίνω κλίνω (Ρήμα) (ενεστ. κλί-νω, αόρ. έκλινα, | 553.mp3 zgjedhoj (Folje/Folje) (zgje-dhoj/la-koj/a-noj) | 553.mp3 наклонять (Глагол) (ενεστ. на-кло-нять, αόρ. наклонил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |