Αναζήτησες τη λέξη "κλήρος" στα Ελληνικά
κλήρος κλήρος (ο) (Ουσιαστικό) (κλή-ρος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 550.mp3 kler (Emër) (kler/short, gj. -it/it, sh. -ët/et, gj. -ëve/eve) | 550.mp3 жребий (Существительное) (жре-бий, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ев) |