Αναζήτησες τη λέξη "κινητό" στα Ελληνικά
κινητό κινητό (το) (Ουσιαστικό) (κι-νη-τό, γεν. -ού, πληθ. -ά, γεν. -ών) | 537.mp3 celular (Emër) (ce-lu-lar, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 537.mp3 мобильный телефон (Существительное) (мо-биль-ный те-ле-фон) |