Αναζήτησες τη λέξη "κινηματογράφος" στα Ελληνικά
κινηματογράφος κινηματογράφος (ο) (Ουσιαστικό) (κι-νη-μα-το-γρά-φος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 535.mp3 kinema (Emër) (ki-ne-ma, gj. -së, sh. -at, gj. -ave) | 535.mp3 кинотеатр (Существительное) (ки-не-ма-то-граф, γεν. -а) |