Αναζήτησες τη λέξη "κινδυνεύω" στα Ελληνικά
κινδυνεύω κινδυνεύω (Ρήμα) (ενεστ. κιν-δυ-νεύ-ω, αόρ. κινδύνευσα/κινδύνεψα) | 534.mp3 rrezikoj (Folje) (e tashme rre-zi-koj, e kr. thj v. rrezikova, | 534.mp3 подвергаться опасности (Глагол) (ενεστ. под-вер-гать-ся о-пас-нос-ти) |