Αναζήτησες τη λέξη "κιμωλία" στα Ελληνικά κιμωλία κιμωλία (η) (Ουσιαστικό)(κι-μω-λί-α, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΣχεδίασα με κιμωλία έναν κύκλο στον πίνακα. Έσπασε η κιμωλία και δεν μπορώ να γράψω. 533.mp3 shkumës(Emër)(shku-mës, gj. -it,sh. -at, gj. -ave)ShembujSkicoj një rreth me shkumës në tabelë. U thye shkumësi dhe nuk mund të shkruaj. 533.mp3 мел(Существительное)(мел, γεν. -а)ПримерыЯ мелом нарисовал на доске круг. Мел разбился, я не могу писать. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я