Αναζήτησες τη λέξη "κιμωλία" στα Ελληνικά

κιμωλία κιμωλία (η)

(Ουσιαστικό)

(κι-μω-λί-α, γεν. -ας,
πληθ. -ες)

533.mp3 shkumës

(Emër)

(shku-mës, gj. -it,
sh. -at, gj. -ave)

533.mp3 мел

(Существительное)

(мел, γεν. -а)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я