Αναζήτησες τη λέξη "κιβώτιο" στα Ελληνικά
κιβώτιο κιβώτιο (το) (Ουσιαστικό) (κι-βώ-τι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 530.mp3 arkë (Emër/Emër) (ar-kë/ku-ti) | 530.mp3 ящик (Существительное) (я-щик, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |
Αναζήτησες τη λέξη "κιβώτιο" στα Ελληνικά
κιβώτιο κιβώτιο (το) (Ουσιαστικό) (κι-βώ-τι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 530.mp3 arkë (Emër/Emër) (ar-kë/ku-ti) | 530.mp3 ящик (Существительное) (я-щик, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |