Αναζήτησες τη λέξη "κηπουρός" στα Ελληνικά
κηπουρός κηπουρός (ο) (Ουσιαστικό) (κη-που-ρός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) | 529.mp3 kopshtar (Emër) (kop-shtar, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 529.mp3 садовник (Существительное) (са-дов-ник, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |