Αναζήτησες τη λέξη "κεφάλι" στα Ελληνικά κεφάλι κεφάλι (το) (Ουσιαστικό)(κε-φά-λι, γεν. -ιού,πληθ. -ια, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΦοράει ένα όμορφο καπέλο στο κεφάλι. Πονάει το κεφάλι μου. 527.mp3 kokë(Emër)(ko-kë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujVesh një kapelë të bukur në kokë. Më dhemb koka ime. 527.mp3 голова(Существительное)(го-ло-ва, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыНа голове она носит красивую шляпу. У меня болит голова. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я