Αναζήτησες τη λέξη "κερδίζω" στα Ελληνικά
κερδίζω κερδίζω (Ρήμα) (ενεστ. κερ-δί-ζω, αόρ. κέρδισα, | 524.mp3 fitoj (Folje) (e tashme fi-toj, e kr. thj v. fitova, | 524.mp3 выигрывать (Глагол) (ενεστ. вы-иг-ры-вать, αόρ. выиграл (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |