Αναζήτησες τη λέξη "κεραμίδι" στα Ελληνικά
κεραμίδι κεραμίδι (το) (Ουσιαστικό) (κε-ρα-μί-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 523.mp3 tjegull (Emër) (tje-gull, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 523.mp3 черепица (Существительное) (че-ре-пи-ца, γεν. -ы, πληθ. -ы) |