Αναζήτησες τη λέξη "κερί" στα Ελληνικά

κερί κερί (το)

(Ουσιαστικό)

(κε-ρί, γεν. -ιού,
πληθ. -ιά, γεν. -ιών)

525.mp3 qiri

(Emër)

(qi-ri, gj. -ut,
sh. -të, gj. -njve)

525.mp3 свеча

(Существительное)

(све-ча, γεν. -и,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я