Αναζήτησες τη λέξη "κερί" στα Ελληνικά κερί κερί (το) (Ουσιαστικό)(κε-ρί, γεν. -ιού,πληθ. -ιά, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΣτα γενέθλιά του έσβησε δώδεκα κεριά. Στην εκκλησία θα ανάψουμε κερί. 525.mp3 qiri(Emër)(qi-ri, gj. -ut,sh. -të, gj. -njve)ShembujNë ditëlindjen e tij fiku dymbëdhjetë qirinj. Në kishë do të ndezim qiri. 525.mp3 свеча(Существительное)(све-ча, γεν. -и,πληθ. -и)ПримерыНа своём дне рождения он задул двенадцать свечей. В церкви мы зажжём свечу. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я