Αναζήτησες τη λέξη "κενός" στα Ελληνικά
κενός κενός, -ή, -ό (Επίθετο) (κε-νός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 519.mp3 bosh, -e (Mbiemër) (bosh, -ë, -e) | 519.mp3 пустой, -ая, -ое (Прилагательное) (пус-той, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |