Αναζήτησες τη λέξη "καύσωνας" στα Ελληνικά
καύσωνας καύσωνας (ο) (Ουσιαστικό) (καύ-σω-νας, γεν. -α, πληθ. -ες) | 515.mp3 vapë (Emër) (va-pë, gj. -ës) | 515.mp3 жара (Существительное) (жа-ра, γεν. -ы) |
Αναζήτησες τη λέξη "καύσωνας" στα Ελληνικά
καύσωνας καύσωνας (ο) (Ουσιαστικό) (καύ-σω-νας, γεν. -α, πληθ. -ες) | 515.mp3 vapë (Emër) (va-pë, gj. -ës) | 515.mp3 жара (Существительное) (жа-ра, γεν. -ы) |