Αναζήτησες τη λέξη "καφενείο" στα Ελληνικά

καφενείο καφενείο (το)

(Ουσιαστικό)

(κα-φε-νεί-ο, γεν. -ου,
πληθ. -α, γεν. -ων)

516.mp3 kafene

(Emër)

(ka-fe-ne, gj. -së,
sh. -të, gj. -eve)

516.mp3 кофейня
audio/mp3/ru/other/516b.mp3 кафе

(Существительное)

(ко-фей-ня, γεν. -и,
πληθ. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я