Αναζήτησες τη λέξη "κατσαρόλα" στα Ελληνικά
κατσαρόλα κατσαρόλα (η) (Ουσιαστικό) (κα-τσα-ρό-λα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 514.mp3 tenxhere (Emër) (ten-xhe-re, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 514.mp3 кастрюля (Существительное) (каст-рю-ля, γεν. -и, πληθ. -и) |