Αναζήτησες τη λέξη "κατοικίδιο" στα Ελληνικά
κατοικίδιο κατοικίδιο (το) (Ουσιαστικό) (κα-τοι-κί-δι-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 512.mp3 kafshë shtëpiake (Emër/Mbiemër) (ka-fshë shtë-pi-a-ke) | 512.mp3 домашнее животное (Существительное) (до-маш-не-е жи-вот-но-е) |