Αναζήτησες τη λέξη "κατηφόρα" στα Ελληνικά
κατηφόρα κατηφόρα (η) (Ουσιαστικό) (κα-τη-φό-ρα, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 511.mp3 tatëpjetë (Emër) (ta-të-pje-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 511.mp3 спуск (Существительное) (спуск , γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |