Αναζήτησες τη λέξη "κατεβάζω" στα Ελληνικά
κατεβάζω κατεβάζω (Ρήμα) (ενεστ. κα-τε-βά-ζω, αόρ. κατέβασα, | 508.mp3 ul (Folje) (e tashme ul, e kr. thj v. ula, | 508.mp3 спускать (Глагол) (ενεστ. спус-кать, αόρ. спустил (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |