Αναζήτησες τη λέξη "κατασκευάζω" στα Ελληνικά
κατασκευάζω κατασκευάζω (Ρήμα) (ενεστ. κα-τα-σκευ-ά-ζω, αόρ. κατασκεύασα, | 503.mp3 ndërtoj (Folje) (e tashme ndër-toj/bëj, e kr. thj v. ndërtova/bëra, | 503.mp3 производить (Глагол) (ενεστ. про-из-во-дить, αόρ. произвёл (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |