Αναζήτησες τη λέξη "καταναλώνω" στα Ελληνικά
καταναλώνω καταναλώνω (Ρήμα) (ενεστ. κα-τα-να-λώ-νω, αόρ. κατανάλωσα, | 501.mp3 konsumoj (Folje) (e tashme kon-su-moj, e kr. thj v. konsumova, | 501.mp3 потреблять (Глагол) (ενεστ. по-треб-лять, αόρ. потребил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |