Αναζήτησες τη λέξη "καταλαβαίνω" στα Ελληνικά
καταλαβαίνω καταλαβαίνω (Ρήμα) (ενεστ. κα-τα-λα-βαί-νω, αόρ. κατάλαβα) | 500.mp3 kuptoj (Folje) (e tashme kup-toj, e kr. thj v. kuptova, | 500.mp3 понимать (Глагол) (ενεστ. по-ни-мать, αόρ. понял (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |