Αναζήτησες τη λέξη "κατακτώ" στα Ελληνικά
κατακτώ κατακτώ (Ρήμα) (ενεστ. κα-τα-κτώ, αόρ. κατέκτησα, | 499.mp3 pushtoj (Folje/Folje) (pu-shtoj/fi-toj) | 499.mp3 завоёвывать (Глагол) (ενεστ. за-во-ё-вы-вать, αόρ. завоевал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |