Αναζήτησες τη λέξη "καταιγίδα" στα Ελληνικά
καταιγίδα καταιγίδα (η) (Ουσιαστικό) (κα-ται-γί-δα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 498.mp3 stuhi (Emër) (stu-hi, gj. -së, sh. -të, gj. -ive) | 498.mp3 ливень (Существительное) (ли-вень, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |