Αναζήτησες τη λέξη "καταγωγή" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| καταγωγή καταγωγή (η) (Ουσιαστικό) (κα-τα-γω-γή, γεν. -ής) | 497.mp3 origjinë (Emër) (o-ri-gji-në, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 497.mp3 происхождение (Существительное) (про-ис-хож-де-ни-е, γεν. -я) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!