Αναζήτησες τη λέξη "κατάψυξη" στα Ελληνικά
κατάψυξη κατάψυξη (η) (Ουσιαστικό) (κα-τά-ψυ-ξη, γεν. -ης, -εως, πληθ. -εις, γεν. -εων) | 507.mp3 ngrirje (Emër) (ngri-rje, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 507.mp3 морозилка (Существительное) (за-мо-ра-жи-ва-ни-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |