Αναζήτησες τη λέξη "κασετίνα" στα Ελληνικά
κασετίνα κασετίνα (η) (Ουσιαστικό) (κα-σε-τί-να, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 495.mp3 kasetinë (Emër) (ka-se-ti-në, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 495.mp3 пенал (Существительное) (пе-нал, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |