Αναζήτησες τη λέξη "καρφί" στα Ελληνικά καρφί καρφί (το) (Ουσιαστικό)(καρ-φί, γεν. -ιού,πληθ. -ιά, γεν. -ιών)ΠαραδείγματαΒάλαμε ένα καρφί στον τοίχο, για να κρεμάσουμε τον πίνακα. Πάτησα ένα καρφί και έσκασε το λάστιχο του ποδηλάτου μου. Του πέταξε το καρφί! 493.mp3 gozhdë(Emër)(gozh-dë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujVumë një gozhdë në mur për të varur pikturën. Shkela një gozhdë dhe u ça goma e biçikletës sime. I hodhi kunjën! 493.mp3 гвоздь(Существительное)(гвоздь, γεν. -я,πληθ. -и, γεν. -ей)ПримерыМы забили гвоздь в стену, чтобы повесить картину. Я наехал на гвоздь и проколол велосипедную шину. Он бросил камень в его огород! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я